
στη μνήμη της γιαγιάς μου Ευμορφίας Κορδώνη-Καλαπόδη
Εισαγωγικά
Καταπιάστηκα με το κείμενο «Μια παράδοξη κληρονομιά» του κ. Στάθη Καλύβα (εφεξής ΣΚ) στην εφημερίδα «Καθημερινή» (εφεξής Κ) της 18ης Ιουνίου 2017. Κατά την ανάγνωσή του ιχνηλατεί κανείς έναν άξονα που συναρθρώνει την τοπολογία του κειμένου. Ο άξονας αυτός λειτουργεί ως νομιμοποίηση και της προσέγγισης του ΣΚ αλλά και των συμπερασμάτων της. Νομιμοποιείται και το μέσον, εν προκειμένω, η γλωσσική πραγμάτωση της επιχειρηματολογίας μα και ο σκοπός του, το συμπέρασμα των επιμέρους προκείμενων. Ακριβώς αυτή τη σύνδεση προκείμενων και συμπεράσματος συνιστά την τοπολογία του άρθρου.
Προς όφελος
Στην αρχή το κείμενο διατείνεται πως ό,τι γράφεται γράφεται προς «όφελος όλων» [pro bono publico]. Στη συνέχεια – και όπως θα δείξουμε – η ολότητα επιμερίζεται σε ένα «όφελος ημών» [pro bono nobis] και σε ένα «όφελος εκείνων/αυτών» [pro bono eorum].
Η τιτλολογική επιλογή του άρθρου με τη χρήση του ονόματος «κληρονομιά» συναθρωμένη με τα: «είτε μας αρέσει είτε όχι», «χώρα μας», «κουβαλάμε» «δεν μπορούμε […] να αποφύγουμε», κ.ά. συγκροτούν ένα «εμείς». Αυτό το «εμείς» εντάσσεται διακηρυκτικά στη “σημερινή πραγματικότητα”, η οποία στο βαθμό που αποτελεί (παρά την υπεκφυγή: «σε κάποιο, μάλλον όχι ασήμαντο βαθμό») και προϊόν της δικτατορίας, ορίζει και την συλλογικότητα «εμείς» ως προϊόν της.
Το «εμείς» είναι προϊόν μα και κληρονόμος (και) της δικτατορίας επειδή είναι “σημερινά πραγματικό”. Παράλληλα, το προϊόν ταυτίζεται με τον κληρονόμο. Ο κληρονόμος – «εμείς» – είναι και προϊόν αυτής της κληρονομιάς. Και εφόσον η σημερινή πραγματικότητα είναι μία και ορισμένη, υπόρρητα, όποιος αρνείται την προσδιοριστικότητα του «εμείς» ως κληρονόμου και ως προϊόντος (και) της δικτατορίας αρνείται την πραγματικότητα, τουτέστιν δεν είναι πραγματικός, δεν υπάρχει (ή μήπως και δεν αναγνωρίζεται ως πραγματικός/υπαρκτός;). ΄Ετσι συγκροτείται και ο τόπος του πραγματικού (της ρεαλιστικής αφηγηματικής μηχανικής), σύμφωνα με τον οποίο οι προκείμενες – «είτε μας αρέσει είτε όχι» – που υπονοούνται μέσα σε μια μη-ορισμένη «σημερινή πραγματικότητα» (ποια ακριβώς;) νομιμοποιούν τον συσχετισμό του πραγματικού με τη δικτατορία και μέσω αυτού ισχυρίζονται πως τα αρνητικά αλλά – σύμφωνα με το κείμενο – και τα θετικά του σήμερα συσχετίζονται με εκείνη την περίοδο.
Η αποσιώπηση των προσδιορισμών του «σημερινού» πραγματικού (αλλά και οι λεξικογραμματικές επιλογές με τις οποίες σημειώνεται γλωσσικά ο χρόνος (με αναδρομές και προβολές στο μέλλον) δημιουργεί την νομιμοποιητική ασάφεια μιας φαντασμαγορίας που αναδύεται ως «αντι-κειμενική πραγματικότητα».
“Εμείς”
Συχνά στη διαλογική πρακτική [discursive practice] οι κοινωνικοί δράστες παρουσιάζονται: (i) άλλοτε ως κάποιοι που έχουν μία και μοναδική ταυτότητα και επομένως τους αναγνωρίζεται- ονοματοδοτούμενοι – πως κάνουν/δρουν/πράττουν κάτι (αναγνωρίζονται ως υποψήφιοι δράσης) και (ii) άλλοτε μοιράζονται μια κοινή ταυτότητα και λειτουργία και επομένως κατηγοριοποιούνται. Τι ενδημεί σε αυτό το “εμείς” του κειμένου; Η ονοματοδότηση μιας μοναδικότητας ή η κατηγοριοποίηση μιας συλλογικότητας;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, ας διαβάσουμε τώρα το “πρώτο” (κατά την απαρίθμηση του ΣΚ) “πραγματικό” (σύμφωνα με την τοπολογία του πραγματικού που είδαμε πιο πάνω) αλλά και “παράδοξο”: “μολονότι προερχόμενοι από τους κόλπους της σκληροπυρηνικής Δεξιάς, οι πραξικοπηματίες συνέβαλαν τελικά στον πλήρη εκδημοκρατισμό της Δεξιάς και διαμέσου αυτής και της χώρας.”
Αυτοί που “κληρονομικώ δικαίω” (;) κληρονόμοι και προϊόντα ταυτοχρόνως (και) της δικτατορίας είναι αυτοί που ως (κατ)έχοντες την ιδιαίτερη- ξεχωριστή-ταυτότητα ονοματοδοτούνται και αναγνωρίζονται ως δράστες. Το “εμείς” ονοματοδοτείται με τη διακριτή – μοναδική – ταυτότητα εκείνων που δρουν στο πολιτικό πρόγραμμα της Δεξιάς και μάλιστα στην κλίμακα του σύνολου ρεπερτορίου της από τη “σκληροπυρηνική Δεξιά” ίσαμε την πλήρως “εκδημοκρατισμένη Δεξιά” ή/και “μετριοπαθή Δεξιά”.
Είναι προφανές ότι σε αυτό το “εμείς” οι πραξικοπηματίες δεν είναι ολοκληρωτικοί, αντιδημοκράτες, φασίστες ή ό,τι ανάλογο. Είναι απλώς μέλη μιας σκληροπυρηνικής Δεξιάς. Και είναι επίσης προφανές για τη λογική του κειμένου πως η Δεξιά δεν είναι μια πτέρυγα δημοκρατική εντός ενός δημοκρατικού κοινοβουλίου αλλά είναι κάτι που γίνεται ή/και έγινε δημοκρατικό στα πλαίσια εκδημοκρατισμού της, κληρονόμος και προϊόν. Επομένως το πρόγραμμα του πολιτικού φιλελευθερισμού, προϊόν και κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης, είναι κάτι που κάλλιστα αποτελεί προϊόν και κληρονομιά των εχθρών της δημοκρατίας και μάλιστα ταυτοχρόνως.
Από αυτή την άποψη το κείμενο προσβάλλει τους ανήκοντες σε πολιτικά φιλελεύθερες συλλογικότητες, δίνοντας ίσως νομιμοποίηση στον μετασχηματισμό τους σε ανήκοντες σε νεοφιλελεύθερα ολοκληρωτικές συλλογικότητες; Αυτοί είναι οι προνομιακοί κληρονόμοι της δικτατορίας και αυτοί είναι οι αναγνωρισμένοι κοινωνικοί δράστες του εκδημοκρατισμού και του εκσυγχρονισμού της χώρας; Αυτοί που έχουν τη μοναδική ιδιότητα του κληρονόμου μα και είναι (ταυτοχρόνως) το κληροδότημα;
Στη διαλογική πρακτική [discursive practice] απαντάται επίσης και η “υπερδοσολογία (επι)καθορισμού” [overdetermination] καθώς οι κοινωνικοί δράστες παρουσιάζονται ως συμμετέχοντες σε πέραν της μίας κοινωνικής πρακτικής. Εν προκειμένω οι κληρονόμοι είναι και απόγονοι και συμμετέχοντες έμμεσα ή/και άμεσα, τόσο σε ένα πολιτικό πρόγραμμα σκληροπυρηνικής δεξιάς όσο και σε ένα πολιτικό πρόγραμμα εκδημοκρατισμένης δεξιάς. Και μάλιστα οι μόνοι που ανακηρύσσονται ως εκείνοι που για το “καλό όλων” [pro bono publico -όπως προαναφέραμε εισαγωγικά], επέφεραν και το κακό για όλους, την δικτατορία μέσω της πραξικοπηματικής πρακτικής, μα και το καλό και για το “εμείς”/το δικό τους [pro bono nobis] αλλά και “εκείνων/αυτών”[pro bono eorum], δηλαδή, των άλλων, αφού ο εκδημοκρατισμός της Δεξιάς σήμαινε και εκδημοκρατισμό της χώρας, ο εκδημοκρατισμός της μερικότητας σήμανε τον εκδημοκρατισμό της ολότητας.
“Αυτοί”
Ποιοι είναι, λοιπόν, αυτοί (οι εκτός του “εμείς”); Προκύπτει πως είναι μια κατηγορία στην οποία δεν ανήκουν οι ανακηρυχθέντες κειμενικά υποψήφιοι για κοινωνικο-πολιτική δράση. Είναι οι παθητικοποιημένοι άλλοι που απλώς αποδέχονται τα αποτελέσματα της δράσης εκείνων που κινήθηκαν προς τον εκδημοκρατισμό τους στο εσωτερικό της Δεξιάς. Αυτοί οι άλλοι μοιράζονται μια ταυτότητα, μια κοινή προσδιοριστικότητα και κατηγοριοποιούνται ως μη-υποψήφιοι δράστες. Οι “άλλοι” είναι αυτοί που αποδέχτηκαν παθητικά το πολιτικό πρόγραμμα της σκληροπυρηνικής Δεξιάς. Η κατηγορία των παθητικοποιημένων, μη-υποψήφιων δραστών, που παρόλο, σύμφωνα με τον ΣΚ, “δεν υπάρχουν ασφαλείς δείκτες για να μετρηθεί, όμως αρκετοί αντικειμενικοί παρατηρητές της εποχής {ποιοί αρκετοί; και ποιοί αντικειμενικοί;}” είναι αυτοί που επέδειξαν ως κατηγορία “μια επιφανειακή μεν αλλά πλατιά αποδοχή”.
Η στρατηγική της επίθεσης στο “αυτοί”, στους μη ανήκοντες σε μια ανακηρυγμένη πρωταγωνίστρια των εξελίξεων Δεξιά, είναι ολοκληρωτική. Αυτοί ανήκουν σε μια κατηγορία και όταν αποδέχονται κάτι το αποδέχονται επιφανειακά. Δεν τους αναγνωρίζεται μήτε η μη-επιφανειακή επιλογή της υποταγής ή/και της αντίστασης. Επιφανειακά και πλατειά η αποδοχή τους. Ακολουθούν την ιστορία στην οποία δράστης αναγορεύεται από το κείμενο η Δεξιά και μάλιστα ως ενεργητική και μη-επιφανειακή αφού μπορεί στο όφελος το δικό της να εντάσσει το όφελος όλων. Προς όφελος δικό της εκδημοκρατίστηκε και προς όφελος όλων εκδημοκράτισε τους άλλους, τη χώρα.
Είναι οι άλλοι που παθητικά απολαμβάνουν το όφελος ενός προγράμματος που από τη σκληροπυρηνική Δεξιά ίσαμε τις διεργασίες εκδημοκρατισμού της. Ενός προγράμματος του σύνολου ρεπερτορίου της Δεξιάς (πριν τη δικτατορία, κατά τη διάρκειά της αλλά και μετά) που “ταυτίστηκε με μια εποχή μεγάλης οικονομικής ανόδου και αισιοδοξίας, με την κορύφωση ουσιαστικά του μεταπολεμικού ελληνικού οικονομικού θαύματος”. Ενός θαύματος που “αστικοποίησε τη χώρα” με την “οικοδομική δραστηριότητα {που} γνώρισε δόξες” και σύμφωνα με τη θαυματουργό του δράση “το οδικό δίκτυο επεκτάθηκε, ο εξηλεκτρισμός της χώρας ολοκληρώθηκε και πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας ξένες επενδύσεις”. Μέχρι και “πολλές τέχνες άνθησαν” ενώ “η νεολαία προσέγγισε μαζικά τα δυτικά πρότυπα διασκέδασης, κατανάλωσης και ζωής”. Οι άλλοι απλώς ακολουθούν εκείνους που ανακηρύσσονται σε δράστες της ιστορίας και παθητικά αποδέχονται.
Η κοινωνική δράση στη διαλογική πρακτική που υιοθετεί το κείμενο του ΣΚ ερμηνεύεται, έτσι, ως υλική, ως πραγματωμένες υλικότητες (ας πούμε ως μπετονιέρα – ‘οικοδομική άνθηση’ – που μπαζώνει το περιβάλλον). Η κοινωνική δράση – σε αυτή τη διαλογική πρακτική – δεν ερμηνεύεται ως νοηματοδότηση, κάτι στο οποίο συνέβαλαν οι “άλλοι”, εκείνοι που αντιπολιτεύθηκαν το πρόγραμμα της εκδημοκρατισμένης Δεξιάς και κυρίωςοι “άλλοι” που – κατά τη δικτατορία – αντιστάθηκαν στη σκληροπυρηνική Δεξιά. δηλαδή, στην υποκατάσταση του νοήματος της δημοκρατικής λειτουργίας από οικονομικά συμφέρουσες υλικότητες, αδιακρίτως συνεπειών και κυρίως δίχως να λαμβάνεται υπόψη το ζήτημα της κατανομής και ανακατανομής.
Αυτοί οι άλλοι (“αυτοί”) που απολαμβάνουν παθητικά είναι δίχως προσδιορισμούς πολιτικούς. Η πολιτική ονοματοδοσία ανήκει μονάχα στους προσδιορισμούς της Δεξιάς, ως να υφίσταται μονάχη της στο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι και ως να έχει αναλάβει δράσεις “ενισχύοντας την τάση των ανθρώπων για αναζήτηση της ευτυχίας στην ιδιωτική σφαίρα”.
Αντί επιλόγου
Στη διαλογική πρακτική ο τόπος της ιστορίας αφορά τη σύνταξη προκείμενων ώστε με κατάλληλες λεξικογραμματικές επιλογές αυτές να συνδέονται με ένα συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο όταν επιχειρηματολογήσουμε πως εκ του “πραγματικού” προκύπτουν συνέπειες ιστορικές τότε δεν έχουμε παρά να αναθεωρήσουμε την ιστορία, προσαρμόζοντας (εμφαίνοντας ή/και αποσιωπώντας) δράσεις σε ανάλογα πλαίσια, κείμενα σε ανάλογα συγκείμενα. Ας δούμε αυτές τις λεξικογραμματικές επιλογές που εμφαίνουν προς μια συγκεκριμένη ερμηνεία:
(i) η διπλή χρήση του ονόματος ιστορία (ουσιαστικό) και του ονόματος ιστορικός-ή΄-ό (επίθετο): “Η 21η Απριλίου κατέχει κομβική θέση στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. […] Από την άποψη αυτή, μπορούμε να μιλάμε για μια ιστορική καμπή στην Ευρώπη, μετά την οποία το πραξικόπημα ως πολιτική πρακτική μπαίνει στη ναφθαλίνη”,
(ii) η νοηματοδότηση της ιστορίας ως “διεθνούς εμπειρίας”: “η διεθνής εμπειρία προσφέρει αρκετά παραδείγματα χωρών”
(iii) ο τρόπος που σημειώνεται ένα ιστορικό γεγονός και αναλόγως και οι συναρθρώσεις γύρω από αυτό, δημιουργώντας ένα δίκτυο νοηματοδοτήσεων.
΄Ετσι το τι συνέβη τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου περιγράφεται/ορίζεται στο ίδιο κείμενο και με εναλλαγή ως : “δικτατορία”, “πραξικόπημα”, “Απρίλιος ’67”, “στρατιωτικό κίνημα”, “στρατιωτική «χούντα», όπως επικράτησε να αποκαλείται κατά τη λατινοαμερικανική πρακτική” (σε διαφοροποίηση από την ελληνική πρακτική;).
Αυτές οι επιλογές εγκαθιστούν στο επίκεντρο την λεξικογραμματική επιλογή-χαρακτηρισμό: “«δημοκρατικό πρόβλημα» της χώρας”. Μια εγκατάσταση δικτύων νοήματος που τείνουν να “φυσικοποιήσουν” και να “αντικειμενικοποιήσουν ιστορικά” την επιλογή και προς όφελος συγκεκριμένων “εμείς” του ολοκληρωτισμού έναντι της δημοκρατίας.
ΥΓ: Χάνα Άρεντ: “Από πολιτικής άποψης, η αδυναμία του επιχειρήματος περί μικρότερου κακού είναι πως εκείνοι που επιλέγουν το μικρότερο κακό, πολύ γρήγορα ξεχνούν ότι επέλεξαν το κακό”